- νῶκαρ
- νῶκαρ, αρος, τό, mit Schlaf verbundene Trägheit; νύσταξις u. νωϑεία, tiefer Todesschlaf; δυςκίνητος, träg, langsam
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
νώκαρ — νῶκαρ, αρος, τὸ (Α) 1. λήθαργος, κώμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «νύσταξις, νώθεια, κακόσχολος ἔννοια» 3. (κατά το λεξ. Σούδα και ως επίθ.) οκνηρός, δυσκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για αρχαϊκό ουδ. σε αρ που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
νωκαρώδης — νωκαρώδης, ῶδες (Α) [νώκαρ] οκνηρός, νωχελής, βραδυκίνητος … Dictionary of Greek